Αμπελιδίδες

Αμπελιδίδες
ή Αμπελίδες, οι Βοτ.
οικογένεια Δικοτυλήδονων φυτών τής τάξης τών Ραμνωδών, που περιλαμβάνει θάμνους ή μικρά δέντρα αναρριχώμενα, με έλικες απλές ή διακλαδισμένες, περιελισσόμενες ή με απτικούς δίσκους και διαταγμένες αντίθετα στα φύλλα, τα οποία είναι απλά παλαμοσχιδή, με παράφυλλα διαταγμένα κατ' εναλλαγήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ampelidacees < ampelid- < αμπελίς -ίδος «νεαρή άμπελος» + κατάλ. -acees (πρβλ. -ίδες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμπελίς — ( ίδος), η (Α ἀμπελίς) 1. νεαρή άμπελος, νέο, πρόσφατα φυτεμένο αμπέλι 2. ωδικό πτηνό, το αμπελοπούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίδεια, αμπελιδίδες. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμπελιδοειδή] …   Dictionary of Greek

  • κίσσος — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”